τριάρι

τριάρι
το
1. ποσό από τρεις μονάδες ή τρία όμοια πράγματα, τριάρα.
2. διαμέρισμα τριών δωματίων: Νοίκιασα ένα τριάρι.
3. ο αριθμός τρία και το σύμβολό του 3.
4. τραπουλόχαρτο που έχει τρεις φορές το γνώρισμα της φυλής του: Τριάρι καρό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριάρι — το, Ν 1. ποσό τριών μονάδων 2. τρεις δραχμές 3. χαρτί τής τράπουλας που έχει τρεις φορές το γνώρισμα τού είδους του («τριάρι κούπα») 4. διαμέρισμα τριών δωματίων 5. η πλευρά τού ζαριού που έχει τρία στίγματα 6. στον πληθ. τα τριάρια οι τριάρες.… …   Dictionary of Greek

  • σκαμπίλι — το, Ν 1. ηχηρό ράπισμα, χτύπημα που δίνεται με την παλάμη στο πρόσωπο και κυρίως στο μάγουλο, χαστούκι, κόλαφος 2. είδος χαρτοπαιγνίου που παίζεται από δύο ή περισσότερους παίκτες και με δεσμίδα από εικοσιοκτώ ή τριανταέξι τραπουλόχαρτα 3. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • τρίο — το, Ν 1. μουσική σύνθεση για τρία όργανα 2. ομάδα τριών ερμηνευτών που εκτελούν μαζί τραγούδι ή χορό 3. ειρων. ομάδα τριών αχώριστων φίλων ή συνεργατών 4. το χαρτί τρία τής τράπουλας, το τριάρι (α. «τρίο καρό» β. «τρίο κούπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

  • τριάρα — η, Ν 1. ποσό τριών μονάδων 2. (για στρατιώτες) τριήμερη φυλάκιση («έφαγα μια τριάρα») 3. στον πληθ. οι τριάρες (σε παιχνίδι με ζάρια) η περίπτωση κατά την οποία και τα δύο ζάρια που ρίχτηκαν δείχνουν την πλευρά που έχει τρία στίγματα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”